καταγγελτικός

καταγγελτικός
καταγγελτικός, -ή, -όν (AM) [καταγγέλλω]
αυτός που αναγγέλλει κάτι, που γνωστοποιεί κάτι («καταγγελτικὸν τῆς θυσίας», Ηλιόδ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • καταγγελτικά — καταγγελτικός announcing neut nom/voc/acc pl καταγγελτικά̱ , καταγγελτικός announcing fem nom/voc/acc dual καταγγελτικά̱ , καταγγελτικός announcing fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταγγελτικόν — καταγγελτικός announcing masc acc sg καταγγελτικός announcing neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταγγελτικοῖς — καταγγελτικός announcing masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταγγελτικοί — καταγγελτικός announcing masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”